συνθλίψει

συνθλίψει
σύνθλιψις
compression
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
συνθλίψεϊ , σύνθλιψις
compression
fem dat sg (epic)
σύνθλιψις
compression
fem dat sg (attic ionic)
συνθλί̱ψει , συνθλίβω
press together
aor subj act 3rd sg (epic)
συνθλί̱ψει , συνθλίβω
press together
fut ind mid 2nd sg
συνθλί̱ψει , συνθλίβω
press together
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • θλαστός — θλαστός, ή, όν (Α) [θλω] 1. σπαστός, τσακιστός, τσακισμένος («θλαστή ἐλάα», Αριστοφ.) 2. αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να συνθλίψει ή να συντρίψει, («τὸ δὲ σκληρὸν αὐτῶν ἐστιν οὐ θραυστόν, ἀλλά θλαστόν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • καραβιδαστακός ή καραβιδομάνα ή χόμαρο — Κοινές ονομασίες του δεκάποδου μαλακοστράκου Homarus vulgarisAstacus gammarus. Το είδος αυτό συγγενεύει με τον ελληνικό ή αγκαθωτό αστακό παλίνουρο τον κοινό. Ο κ., μέσου μήκους 60 εκ. (χωρίς τις κεραίες), έχει συνήθως καστανοκόκκινο χρώμα, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”